ἀκόντια

ἀκόντια
ἀκόντιον
javelin
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀκόντια — Ἀκόντιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίας — ἀκοντίᾱς , ἀκοντίας quick darting serpent masc acc pl ἀκοντίᾱς , ἀκοντίας quick darting serpent masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίαν — ἀκοντίᾱν , ἀκοντίας quick darting serpent masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀκοντίας quick darting serpent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… …   Dictionary of Greek

  • προακροβολίζομαι — Α ενεργώ ακροβολισμούς πριν από τη μάχη, ρίχνω από μακριά βέλη και ακόντια πριν από την κυρίως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκροβολίζομαι «μάχομαι από μακριά εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη»] …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • HASTA — I. HASTA Regiae olim dignitatis insigne, Iustin. l. 43. c. 3. cuius traditione quoque feuda collata sunt, sicut posteri virga, festuca baculo prioris vice uti coepêre. Hinc et ferula camboca, pedum, baculus pastoralis, muneris insigne, quod non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAELUDIUM — dicebatur Gladiatorum exercitatio velitaris, quâ certamini praeludebant. Postquam enim dies ludo destinata illuxit, arma proferebantur; eaque duplicis generis, Lusoria videl. seu Exercitoria, Graecis ἐσφαιρωμένκ ἀκόντια, eo quod pilis quibusdam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλένδετος — ἀγκυλένδετος, ον (Α) ο δεμένος, οπλισμένος με ακόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλη + ἔνδετος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”